Το Δυρράχιο είναι ένα ορεινό χωριό, στο Νομό Αρκαδίας. Βρίσκεται από τα αρχαία χρόνια, από την Κάθοδο των Δωριέων όπως αναφέρουν οι ιστορικοί, «σκαρφαλωμένο» σε υψόμετρο 840 μ., στο Αρκαδικό τμήμα του Ταΰγετου, στα όρια των Νομών Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας. Προσεγγίζεται εύκολα οδικά από τη Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα από όπου απέχει 36 και 34 χιλιόμετρα αντίστοιχα. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
Ιστορικά τεκμήρια που πιστοποιούν την ύπαρξή του και τη συμμετοχή του στα ιστορικής σημασίας γεγονότα στο πέρασμα των αιώνων αποτελούν, μεταξύ άλλων, άρθρο του Λεξικού του Βυζαντίου με τίτλο «Δυρράχιο», από τον 5ο μ.Χ. αιώνα, από τον Χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου του Παλαιολόγου, του γέροντα, προς τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας, με τον τίτλο «Δυρράχιο, πόλις αρχαία, ούτω καλουμένη», κατά τον 14ο αιώνα και κατά τον 15ο αιώνα από τον Γεώργιο Φρατζή ή Σφρατζή. Από κτιτορική επιγραφή της Μονής Ρεκίτσας το 1714 και από γράμμα της Μητρόπολης Μονεμβασίας που αναφέρεται στον επίσκοπο Δυρραχίου 1718 και 1742.
Το 1776 γίνεται έδρα οργανωτικού του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά του Μπαρμπιτσιώτη, που ξεκίνησε με τη μάχη (και νίκη) της Ρεκίτσας και έμεινε πέντε χρόνια στο Δυρράχιο-Ξεροβούνα, ο οποίος στη συνέχεια μετέφερε την έδρα του στη Mπαρμπίτσα του Πάρνωνα. Με το Σαμπάζικο, Νιχώρι, Λεπτίνι, Άκοβο (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης), Πολιανή (Παπαφλέσσας), Τουρκολέικα (Νικηταράς), Γιαννέικα, γίνεται κέντρο κλεφτουριάς και πολεμικής προπαρασκευής της Αναστάσεως του γένους, ενώ η Ρεκίτσα παραμένει το πνευματικό κέντρο της εποχής.
Το 1818 γίνεται έδρα μυήσεως της Φιλικής Εταιρείας και συστηματικότερης πολεμικής προπαρασκευής. Για το Δυρράχιο ιθύνουσα προσωπικότητα είναι ο Παναγιώτης Κεφάλας, τα αδέλφια του και ο Παπατούρτας. Ο Παναγιώτης Κεφάλας γίνεται το σύμβολο της Άλωσης της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 και θυσιάζεται στη μάχη στο Μανιάκι.
Στις διάφορες μάχες κατά την Επανάσταση του 1821 οι Δυρραχίτες συμμετέχουν με τόλμη και παλικαριά και αργότερα κατά την ειρηνική περίοδο δουλεύουν σκληρά για τη πρόοδο του Δυρραχίου. Το ειδικό επάγγελμα των Δυρραχιτών του «μυλωνά» που οφείλεται στους νερόμυλους του Δυρραχίου ακμάζει και οι Δυρραχίτες μυλωνάδες κυριαρχούν στους μύλους Μεγαλουπόλεως, Μεσσηνίας, Λακωνίας και παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική ακμή, από το 1850 μέχρι το 1920. Από το 1896 αρχίζει η μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αθήνα και στην Καλαμάτα με συνέπεια την ελάττωση του πληθυσμού.
Το 1834 μετά την απελευθέρωση γίνεται χωριστός Δήμος, σαν κάποια αναγνώριση της αρχαίας και νέας φήμης και σπουδαιότητας του και της Θυσίας του Παναγιώτη Κεφάλα.
Το Δυρράχιο προσέφερε στους εθνικούς αγώνες πολλούς αξιωματικούς και οπλίτες και είχε θύματα στους πολέμους του 1897, 1912, 1918 και 1940. Κατά την Γερμανική Κατοχή το Δυρράχιο υπήρξε κέντρο εθνικής Αντίστασης, και υπέστη πολλά δεινά από τους κατακτητές και τις συνέπειες του Ελληνικού Εμφυλίου. Μετά την απελευθέρωση άρχισε η ανασυγκρότηση του τόπου.
Το 1951 ήταν η εποχή δραστηριότητας και ενεργειών των απανταχού Δυρραχιτών υπέρ του χωριού. Οι Διοικητικές μεταβολές που επεβλήθησαν από το 1912 μέχρι σήμερα, συστήνουν στις 24 Αυγούστου 1912 την Κοινότητα Δυρραχίου με έδρα τον οικισμό Δυρράχιο. Στην νέα Κοινότητα προσαρτάται και ο οικισμός Νεοχωρίου Φαλαισίας, ο οποίος στη συνέχεια στις 19 Απριλίου 1930 αποσπάται από την Κοινότητα Δυρραχίου και ορίζεται έδρα της Κοινότητας Νεοχωρίου Φαλαισίας.
Το Δυρράχιο αποτελεί, από τις 4 Δεκεμβρίου 1997 με την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας» ένα από τα 28 Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Φαλαισίας, με μόνιμο πληθυσμό, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Απογραφής Πληθυσμού 2001, 167 κατοίκους (221, σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού 1991).
Το Δυρράχιο είναι εξαπλωμένο σε τέσσερις κύριες συνοικίες, χωρισμένες από ρέματα και ενωμένες με δρόμους και γεφύρια. Οι συνοικίες αυτές ονοματίζονται από το όνομα των οικογενειών που συγκεντρωμένες μένουν σε αυτές, όπως Κεφαλαίικα, Μουτσουλαίικα, Μαυροειδαίικα. Η τέταρτη συνοικία, ο Λίθαρος, που βρίσκεται και η κεντρική πλατεία του Δυρραχίου, πήρε το όνομά της από ένα μεγάλο λιθάρι που βρισκότανε εκεί. Από το λιθάρι αυτό κτίστηκαν παλαιότερα το σπίτι του Τσενονικολή καθώς και το σχολείο του Δυρραχίου (1925), κτίσμα στολίδι για το χωριό. Το σχολείο αυτό κάποτε έσφυζε από ζωή, όπως εξάλλου και το ίδιο το χωριό, το Δυρράχιο, αλλά τώρα στέκει εκεί έρημο χωρίς την παρουσία των μικρών μαθητών του, οι οποίοι, μεγάλοι πια, βρίσκονται διασκορπισμένοι στην Ελλάδα, στην Αμερική και σε άλλα σημεία του πλανήτη.
Στο Δυρράχιο γεννήθηκαν οι οπλαρχηγοί της Ελληνικής Επανάστασης Παναγιώτης Κεφάλας και Δημήτριος Αλεξανδρόπουλος, ο δήμαρχος Καλαμάτας κατά την περίοδο 1951-1957, Παναγιώτης Καίσαρης (1901-1957) και ο στρατιωτικός και μέλος της Χούντας των Συνταγματαρχών, Ιωάννης Λαδάς (1920-2010).
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Η πιο «λαμπρή» αναφορά που γίνεται στο όνομα του Παναγιώτη Κεφάλα, είναι η ύψωση της ελληνικής σημαίας εκ μέρους του κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς, σκηνή που έχει απαθανατίσει ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες, αν και ο ίδιος επισκέφθηκε την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι αναφέρεται η ύψωση εκ μέρους του της σημαίας στο Ναύπλιο. Ωστόσο, ο ίδιος ο Κεφάλας δεν αναφέρει στα λίγα γραπτά του που έχουν διασωθεί αυτή τη λεπτομέρεια. Εξάλλου, πρόσφερε τόσα πολλά, προτού πέσει ηρωικά στο Μανιάκι, μαζί με τον Παπαφλέσσα.
Ο Παναγιώτης Κεφάλας γεννήθηκε στο Δυρράχι, και δεν πρέπει να συγχέεται με τους προύχοντες Κεφαλάδες της περιοχής. Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, στο Αρχείο της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σώζεται ένα δικό του έγγραφο προς το υπουργείο του Πολέμου, «Μινιστέριον του Πολέμου», όπου ο ίδιος εξιστορεί τη συμμετοχή του στις μάχες για την ανεξαρτησία, κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Σε αυτό το έγγραφο, εξηγεί ότι με το που ξεκίνησε η επανάσταση, έτρεξε στην Καλαμάτα, ώστε να πολεμήσει τους εκεί εγκατεστημένους Τούρκους, και ακολούθως συγκέντρωσε 500 άνδρες και εξεστράτευσε στο Φανάρι Αρκαδίας. Λίγες μέρες μετά, πολέμησε στην Καρύταινα και από εκεί πολέμησε με τον Παπατσώνη στο Βαλτέτσι, το ηρωικό διήμερο 12 και 13 Μαΐου 1821.
Η μάχη στο Βαλτέτσι έκρινε εν πολλοίς την επιτυχία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ η άλωση της Τριπολιτσάς έκρινε σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της Επανάστασης.
Μετά, ο Κεφάλας πολέμησε στη Σιλίμνα, στα Τρίκορφα, όπου έφτιαξε ταμπούρια, στον Άγιο Βασίλειο και στον Άγιο Σώστη, όπου κάθε μέρα γινόταν μάχη με τους Οθωμανούς.
Και μετά, μπήκε στην Τριπολιτσά μαζί με τους Τσάκωνες, και ύψωσε την ελληνική σημαία στην πόλη. Ο ίδιος δεν αναφέρει τίποτε για αυτή του την πράξη, μάλλον από σεμνότητα. Στην αναφορά του προς το Μινιστέριον αναφέρει μόνο ότι έχασε 22 στρατιώτες, οι οκτώ από τους οποίους ήταν συγγενείς του.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς αρρώστησε και επέστρεψε στο χωριό του, προκειμένου να αναρρώσει. Όταν σηκώθηκε, ρίχτηκε και πάλι στη μάχη, όπως θεωρούσε χρέος του να κάνει. Πολέμησε στο Νεόκαστρο και στη Μεθώνη, όπου απέτρεψε την αποβίβαση του εχθρικού στόλου, εξεστράτευσε κατά του Δράμαλη στο Άργος με 600 στρατιώτες, στα Βασιλικά, στα Μεγάλα Δερβένια και στην Περαχώρα.
Στις 20 Μαΐου του 1825, ο Παναγιώτης Κεφάλας πέφτει στο Μανιάκι, μαζί με τον Παπαφλέσσα και 300 ή κατ’ άλλους 600 στρατιώτες που δεν το έβαλαν στα πόδια όπως πολλοί άλλοι μπροστά στις ορδές του Αιγύπτιου Ιμπραήμ, σε μια απέλπιδα μάχη θυσίας εναντίον του νέου εχθρού, αλλά και κόντρα στον εμφύλιο διχασμό που κατέτρωγε τις τάξεις των επαναστατημένων Ελλήνων.
Από τα λίγα που γνωρίζουμε για τον Κεφάλα, αυτό που έχει σημασία, πέραν της γενναιότητας και του ζήλου που έδειξε, είναι και η εμπιστοσύνη που του έδειχναν οι άνδρες που τον ακολουθούσαν. Ο άνθρωπος αυτός συγκέντρωνε στρατό όπου και αν είχε βρεθεί, άνδρες που έμειναν μαζί του έως το τέλος, ενώ ο ίδιος είχε θρηνήσει ήδη από την αρχή της Επανάστασης πολλά μέλη της οικογένειάς του που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
(ΠΗΓΕΣ: el.wikipedia.org, άρθρο της Εύας Γαλανιάδη «Παναγιώτης Κεφάλας: Μια σεμνή μορφή του αγώνα», arcadiaportal.gr)